κύλισμα

κύλισμα
κύλισμα
roll
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κύλισμα — το (AM κύλισμα) [κυλίνδω] το να κυλιέται κάποιος σε μια επιφάνεια, κύλιση νεοελλ. φρ. ιατρ. «διαστολικό κύλισμα» φύσημα με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό εύρημα επί στενώσεως τής μιτροειδούς… …   Dictionary of Greek

  • κύλισμα — το, ατος βλ. κύλιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυλισμάτων — κύλισμα roll neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίσμασι — κύλισμα roll neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίσμασιν — κύλισμα roll neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίσματα — κύλισμα roll neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίσματι — κύλισμα roll neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίσματος — κύλισμα roll neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλιστός — ή, ό (AM κυλιστός, ή, όν) [κυλίνδω] 1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να κυλιέται, κατάλληλος στο κύλισμα 2. αυτός που μεταφέρθηκε με κύλισμα αρχ. 1. (για στεφάνι) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά 2. δέσμη, μπόγος ρούχων 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • κυλίσματ' — κυλίσματα , κύλισμα roll neut nom/voc/acc pl κυλίσματι , κύλισμα roll neut dat sg κυλίσματε , κύλισμα roll neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”